25/11/15

Του μπάτσιλουρ πάρτυ - Τ' Ξτουφέλ ιστουρίης απ' του Πλουμάρ. Νο6

Για να καταλαβαίντι τς ιστουρίης π' σας λέγου ηγώ του Ξτουφέλ απ' του Πλουμάρ πρεπ να πιάστι να τς διαβάστι κατα σειρα απ΄γκ' πιο παλιά ημερουμηνία γιακί μιρικές ιστουρίης συσχιτίζουντι μιταξύ τους. Αρχινίστι απ' του Νο1 μι γκ' πιο παλιά ημιρουμινία.


Θα τς βρείτι ούλις συγκιντρουμένις στου Άρθρα ανα θέμα μι ηπικιφαλίδα: Τ' Ξτουφέλ ιστουρίης απ' του Πλουμάρ.




Ηγώ του ανιψέλ μ πουλύ τουν αγαπώ 
τσι η χαράμ είνι διπλή που θα τουν δώ γαμπρό

Τοιμάζιτι να παντριφκεί μια όμουρφη κουπέλα
τσι απ’ κ’ χαρά ντ γκ’ πουλλή τουν έχει πιάσ η τρέλλα

Δασκάλα είνι σπουδαγμέν, αρχόκσα τσι τσυρά
ξανθούλα όμουρφ τσι αψλή μι μάκια γαλανά

Τριλένιτι για του Γιουργέλ πουλύ τουν αγαπά
μι κ’ τύχη τ μίλξι τσι του ζλεύουν πουλλοί στου μαχαλά

Σήμιρα τς πιριμένου στου σπίκι μ για να τς δώ

του προυσκλητήριου να μ΄φέρουν στου γάμου τους να ρθώ

Πάνου π’ τα σκέφτουμ τούτα, άκσα γκ πόρτα να χκυπά
μπήκαν μέσα τσι καθίσαν στου καναπέ αγκαλιά

Ήβγαλι η γναίκα μ του φουκά γιμσμένου μι γλυκό
μτζουρίτις είχι καμουνέν τσι τς τσέρασι μ’ αυτό

Αφού τα κουβιντιάσαμι είπαν να φύγουν τώρα
τσ’ ηφχές μας δώκαμι τσι δυό να ‘νι καλή η γ’ ώρα

Μι κάλισι τσι σ’ ένα πάρτυ π’ θα κάν πριν παντριφκεί
θα είνι μόνου άντρις μ’ ειπι, σ’ ουραίου μαγαζί

Τσι κι θα κάνουμι ρουτώ σ’ αυτό του μαγαζέλ ;
Έλα τσι θα πιράς καλά μ’ έγνιψι του Γιουργέλ

Του ρώκσα ηγώ ηπίνουνα κι είνι αυτό π’ θα κάν

μπάτσιλουρ πάρτυ μ’ είπι, γλέντι πριν βάλου του στιφάν

Του Σάββατου του βράδ πήγα μαζί μι του Γιουργέλ

στου μαγαζί τσι κάτσαμι στου πρώτου τραπιζέλ

Πουλύ σκουκνό του μαγαζί τα φώτα σα καγκλέλια

παρέα είμασταν μιγάλ ούλου φουνές τσι γέλια

Ήβγι τσι μια τσι χόριβγι μι ρούχα παρδαλά

όμουρφ κουπέλα λαχταρσκή μι μακριά κανιά

Του γκόλους κούνει δυνατά πας νότις τς μουσικής 

πιτιότ απάνου του φουστάν τσι ήβλιπα του βρατσίς 

Σιγά σιγά τσι απαλά αρχίνσι ξικουμπόνουτ
τσι ένα ένα του κουμπέλ του άνγι τσι καμόνουτ

Του φόριμά τς σαν άνξι ε φόργει σουτγιδιέλ 

τσι στα μιριά τς καταμισή ένα παρτσάδ βρακέλ

Συνέχεια τ’ ανοιγόκλνι για του κάν πιο πιπιράτου

μα ξαφνικά του ήβγαλι τσι τού σγαψι μια κάτου

Ε πίστιβγα κι ήβλιπα γούρλουσα τα ματέλλια

όμουρφα βζέλια τσι στρουγγλά σα νάνι καρπουζέλια

Στου κόλου τς πίσου μο να σνί είχι αυκή βαλμένου 
κ’ λόγιαζα γώ σαν αλάλους μι του μυαλό μ χαμένου

Μουντέρν τσι σ’ ένα πάσαλου τουν έκανι τσατάλα

σα κ’ σβούρα γύρζι τσ’ έκανι, αυκή τσι κόλπα άλλα

Ήρτι μπρουστά μ τσι κνιότ σαν νά ‘τανι βαρκέλ

τσι τς βάζου πέντι χλιάρκα μες του μικρό βρακέλ

Χώνιτι μέσα στα κανιά μ τσι τρίβγουτ πάς κι τσλιά μ

τα βζιά τς μές μούρη μ τα’ χουνι, ήταν καλή σκι δλειά τς

Βιλούδου ήταν του κουρμί, όμουρφου τσ’ απαλό 

κ’ χάϊδιβγα ιγώ τσι κ’ χαίρου μ, ε ντού ‘χανα αυτό

Ξανά τς δώκα παράδις γκ’ τσέρασα τσι πουτό

κουλμέν σι μένα κάθουντ ε ν’ έφιβγι λιπτό

Μιτά φανήκαν τσ' άλλις, ξανθές μιλαχρινές

χαμπάρ μι πήραν τσι σι μένα αρχόνταν κουνιστές

Ούλις τς τσέρναγα πουτό τς πασπάτιβγα τσι λίγου

πασάς νουμίζς πους ήμνταν γώ έν ήθιλα να φύγου

Η γι’ ωρα πέρασι καλά μι τόνα τσι μι τ’ άλλου

χαμπάρ ε πήρα τσ’ έπαθα του χνερ του πιο μιγάλου

Στους τέλους ρώσκα κι χρουστώ, φέρτι μ λουγαριασμό

νταμλάς μι δώτσι σαν τουν είδα εν ήξιρα κια πώ

Πάϊκαν ούλα τα λιφτά μ που είχα μαζουμένα

απ’ του λαδέλ π’ πόυλσα ψές, δυό μόδια αλισμένα

Κι ήθιλα ηγώ μες στου παζάρ, να βγώ σα τ’ αλιπδέλ

τσ’ αλίμουνου οκ έπαθα να τ’ άκγι του Μαργέλ

Ξανά κουρόιδου έ θα πιαστώ θα ν’ έχου τα μυαλά μ
μπάριμ του φχαριστήθκα τσι ας κάϊτσι η προυβιά μ